- δηλαδή
- (AM δηλαδὴ και δῆλα δὴ) επίρρ.μσν.- νεοελλ.(ως επεξηγηματικό) ήτοι, τουτέστιννεοελλ.1. (με έννοια συλλογιστική) βεβαίως λοιπόν, είναι λοιπόν φανερό («συνέχεια υπόσχεσαι και ποτέ δεν κρατάς τις υποσχέσεις σουδηλαδή με ειρωνεύεσαι»)2. ώστε λοιπόν («δηλαδή πρέπει να φύγω»)3. (ερωτ.) τί λοιπόν («τί δηλαδή νομίζεις;»)αρχ.1. σαφώς, πρόδηλα, φανερά («οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὦ τέκν' ἀλλὰ δηλαδή χέρσους φθαρῆναι κἀγάμους ὑμᾱς χρεών», Σοφ.)2. (σε αποκρίσεις) βεβαίως, εννοείται («οὐ πόλλ' ἔνεστι δεινὰ τῷ γήρᾳ κακά;» — «δηλαδή», Αριστοφ.)3. (ειρωνικά) δήθεν, τάχα («προφάσιος τῆσδε δηλαδή», Ηρόδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από τη φράση δήλα (πληθ. ουδ. τού δήλος*) δη].
Dictionary of Greek. 2013.